- ανεγείρομαι
- ανεγείρομαι, ανεγέρθηκα, ανεγερμένος βλ. πίν. 144
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανέγρομαι — ἀνέγρομαι (AM) ανεγείρομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + έγρομαι, υστερογενής ενεστώτας του εγείρω] … Dictionary of Greek
εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
τειχίζω — ΝΜΑ [τεῑχος] 1. κτίζω τείχος, υψώνω τείχος (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», Θουκ. β. «καὶ τοῑσι τειχίζουσι παραδιακόνει», Αριστοφ.) 2. περικλείω με τείχος, περιτειχίζω, οχυρώνω (α. «τειχίζω πόλη» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», Θουκ. γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ… … Dictionary of Greek
ԱՐԹՆԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0354 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 13c չ. ἁνεγείρομαι expergiscor ռմկ. արթըննալ. Զարթնուլ. սթափիլ ʼի քնոյ. արթուն լինել. ... *Քուն հեղգացեալ մարմնոյս արթնանայ հոգեւոր զուարթութեամբն. Նիւս. երգ.: *Յորժամ արթնանամք,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)